Δευτέρα 25 Οκτωβρίου 2010

Δημοσιογραφικός λόγος και λέξεις…

Πίσω από τις λέξεις.. κρύβεται ο Αλέξης…λέει το γνωστό άσμα. 
Τι είναι όμως άραγε αυτό που κρύβεται πίσω από τις λέξεις και πως αυτές μπορούν να αποκτήσουν νόημα αλλά και διαφορετικό περιεχόμενο σε κάθε περίπτωση;

Ο λόγος όπως και οι λέξεις αποτελούν βασικό συστατικό της επικοινωνίας. Μέσα από τις λέξεις ο άνθρωπος -που κάποτε έβγαζε άναρθρες κραυγές- κατάφερε να έρθει σε επαφή με τους  συνανθρώπους του και να πραγματοποιήσει την αρχή αλλά και τη ομαλή διεξαγωγή της επικοινωνίας.
Ως ταγός του λόγου αλλά και των λέξεων, ο λόγος που απορρέει από τους δημοσιογράφους αποτελεί αντικείμενο μίμησης και αναφοράς.
Πιο συγκεκριμένα, ο δημοσιογραφικός λόγος- τόσο προφορικός όσο και γραπτός – επειδή βρίσκεται καθημερινά στο επίκεντρο, οφείλει να τηρεί ορισμένους «κανόνες».
Ένας σωστός δημοσιογράφος πρέπει να έχει πλήρη γνώση του νοήματος των λέξεων που χρησιμοποιεί , καθώς η λανθασμένη χρήση μιας λέξης έχει ως αποτέλεσμα την καταστροφή της ίδιας της έννοιας.
Η λέξη «κρίση» για παράδειγμα, δεν παραπέμπει μόνο στην οικονομική κρίση ,την οποία βιώνουμε στις μέρες μας, αλλά πολύ περισσότερο στην σωστή σκέψη και αντίληψη ενός ανθρώπου(π.χ. είναι στην κρίση σου..).
Πολλές φορές αναφερόμενοι σε θέματα υγείας εθίζεται να χρησιμοποιούμε την όρο κρίση (νευρική κρίση).
Ακόμα και στην θρησκεία η λέξη κατέχει σημαντικό ρόλο. Οι πατέρες της εκκλησίας μιλούν για « την ώρα της κρίσεως» δηλαδή τη Δευτέρα Παρουσία.
Μια ακόμη έννοια της λέξης αποτελεί και η χρήση της ως επιφώνημα μέσα σε άλλες φράσεις(Κρίμα στο μπόι σου).
Η λέξη που έχει τις ρίζες της στην αρχαιότητα και δήλωνε την απόφαση,
 χρησιμοποιήθηκε αργότερα κατά την περίοδο του χριστιανισμού για να δηλώσει την θεϊκή καταδίκη. Με την πάροδο του χρόνου απέκτησε και άλλα διαφορετικά νοήματα.
Τι γίνεται όμως όταν η γλώσσα άλλα λέει κ άλλα εννοεί?
Πολλές φορές παρατηρούμε μια λέξη να χρησιμοποιείται μεταφορικά, με σκοπό να υποδηλώσει κάτι.
Με ένα απλό ξεφύλλισμα μιας εφημερίδας ή ενός περιοδικού γίνεται φανερό πως σήμερα ο δημοσιογραφικός λόγος είναι διάσπαρτος από λογοτεχνικά στοιχεία και λυρισμό.
Στις μέρες μας, οι δημοσιογράφοι αδυνατούν να ορίσουν σωστά το νόημα κάποιων λέξεων, "παραμορφώνοντάς" τις και "αλλοιώνοντας" το νόημά τους.
Ως φορέας όμως των γνώσεων και των λέξεων –μέσα από κανάλια και εφημερίδες- ο δημοσιογράφος και πιο συγκεκριμένα ο δημοσιογραφικός λόγος οφείλει να ελέγχει το νόημα των λέξεων που χρησιμοποιεί καθημερινά.
Γιατί όταν οι δημοσιογράφοι δεν σέβονται το νόημα των λέξεων, και οι άνθρωποι που μιμούνται τα μέσα ενημέρωσης.. δεν θα σεβαστούν τις λέξεις και ως επακόλουθο την ίδια την κοινωνία.
Η ύπαρξη σωστών δημοσιογράφων αλλά και φορέων της γλώσσας και της εκπαίδευσης που θα μυήσουν τους ανθρώπους και δη τους νέους στη σωστή χρήση των λέξεων είναι επιτακτική ανάγκη, όχι μόνο για την διεκπεραίωση μιας σωστής επικοινωνίας αλλά πολύ περισσότερο για τον σεβασμό απέναντι στον ίδιο τους τον εαυτό και στις λέξεις.
Read more »

Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 2010

«Ο Έρωτας στα χρόνια της χολέρας» -Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες

Με φόντο το νησί της Καραϊβικής ο βραβευμένος με νόμπελ συγγραφέας Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, αφηγείται την ιστορία ενός έρωτα που διήρκησε 51 χρόνια προκειμένου να γίνει πράξη.

Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του 20ου αιώνα,τέλη 19ου αιώνα με τη χολέρα να μαστίζει μεγάλο μέρος του πληθυσμού της Κολομβίας.
Ο νεαρός τότε Φλορεντίνο Αρίσα ,υπάλληλος μια τηλεγραφικής εταιρίας γνωρίζει και ερωτεύεται τη Φεμίνα Δάσα, κόρη εμπόρου.
Η άρνηση του πατέρα της κοπέλας, και η απομάκρυνσή της από το πατρικό της σπίτι έχει ως αποτέλεσμα την διακοπή των σχέσεων μεταξύ των δύο νεαρών.
Οι δύο νέοι θα ακολουθήσουν δυο εκ διαμέτρου διαφορετικές ζωές.
Πιστός στην αγάπη του για τη Φεμίνα Δάσα ,ο Φλορεντίνο Αρίσα βοηθάει ανθρώπους να εκφράσουν την αγάπη τους, γράφοντας ερωτικά γράμματα. Τα χρόνια στην πόλη που μαστίζεται από την χολέρα, περνούν μοναχικά και ο ίδιος καταφεύγει σε εφήμερες ερωτικές σχέσεις προκειμένου να απαλλαγεί και να ξεχάσει το αντικείμενο του πόθου του που πλέον έχει πάρει τη διάσταση της εμμονής.
Η Φεμίνα Δάσα, σε πιο ώριμη ηλικία, υποκύπτει στην γοητεία ενός έμπειρου γιατρού-γνωστού της οικογενείας-. Ο χρόνος κυλάει, η Φεμίνα Δάσα αποκτά οικογένεια και συμβιβάζεται πλέον στην ιδέα ενός ευτυχισμένου γάμου και μιας γυναίκας που σέβεται την οικογένειά της.
Η μοίρα-μέσα από ένα κοινό ταξίδι με πλοίο- και ο θάνατος του άντρα της Φεμίνα Δάσα θα ξαναφέρουν κοντά το ηλικιωμένο πλέον ζευγάρι μετά από τόσα χρόνια προσμονής και αμοιβαίας αλλά άκαρπης αγάπης.
Σημασία αγάπης 
Το μυθιστόρημα, προβάλλει την αγάπη ως την υπέρτατη αξία που παρά το πέρασμα του χρόνου παραμένει αναλείωτη.
Το ερωτικό πάθος δεν σταματά να υπάρχει αλλά ακόμη περισσότερο γίνεται εμμονή. Μια εμμονή που είναι ικανή να νικήσει τα πάντα ακόμη και τις πιο σοβαρές αρρώστιες, όπως η χολέρα. Η αγάπη και το πάθος κατά κάποιον τρόπο ΄΄θωρακίζουν΄ το ζευγάρι. Το πείσμα του να επιδιώκεις κάτι και να το θέλεις… ίσως τελικά οδηγεί στην κατάκτηση αυτού, ακόμα και αν ο χρόνος που έχει περάσει είναι αρκετός.
Πέρα από την αγάπη το μυθιστόρημα είναι διάσπαρτο από στοιχεία για την κοινωνία της εποχής. Η φρίκη των εμφυλίων πολέμων, τα ήθη-έθιμα και οι προκαταλήψεις μιας κοινωνίας που ποτέ δεν αλλάζει, η άνοδος κ η πτώση στην εξουσία, η φτώχεια κ ο πλούτος, η ακμή κ η παρακμή μιας πόλης και ενός πολιτισμού γενικότέρα, διαπλέκονται μέσα στα όρια της αγάπης.
51 χρόνια, 9 μήνες, 4 ημέρες με τις νύχτες τους ,δεν κατάφεραν να χωρίσουν την αγάπη ενός ζευγαριού αλλά έδρασαν καταλυτικά στο να μείνει άσβεστη και να γίνει ακόμα πιο δυνατή..
Εσύ, πόσο θα περίμενες τον έρωτα της ζωής σου; 



 


Read more »

Κυριακή 10 Οκτωβρίου 2010

ΕΛΦΡΙΝΤΕ ΓΕΛΙΝΕΚ: Η Αυστριακή νομπελίστρια μέσα από το βιβλίο της "Εκ βαθέων"

« Το παρελθόν ανήκει στην ιστορία. Επανέρχεται πάντοτε και σύμφωνα με τον Μάρξ η ιστορία επαναλαμβάνεται σαν φάρσα. Και αν θέλετε, αυτή ακριβώς η φάρσα επανέρχεται με εμένα πάντοτε πιο αστεία και πάντοτε πιο άθλια…..»
Μια φάρσα που για την Ελφρίντε Γέλινεκ επανέρχεται συνεχώς. Εικόνες από το παρελθόν, οι οποίες έρχονται στο μυαλό της και αποτυπώνονται και μέσα στο βιβλίο της σε μια ΄΄εκ βαθέων΄΄ συνέντευξη.

Εικόνες μιας περασμένης εποχής με μια μητέρα αυταρχική και κυρίαρχη. «Αυτή που κυριαρχούσε ήταν όντως η μητέρα, μια πολύ ισχυρή μητέρα» δηλώνει άλλωστε και η ίδια. Ακόμη και το σχολείο που θα έπρεπε να αποτελεί μια όμορφη ανάμνηση, όπως για όλα τα παιδιά, για την αυστριακή μυθιστοριογράφο ήταν συνδεδεμένο με ένα άκρως καταναγκαστικό εκπαιδευτικό σύστημα εξαιτίας της μητέρας της. Η φιγούρα της μητέρας ήταν κυρίαρχη σε σημείο που καθιστούσε την παρουσία του πατέρα σχεδόν μηδενική. Το ανδρικό πρότυπο για αυτήν δεν υπήρχε, όχι γιατί ο πατέρας της δεν ήταν εν ζωή αλλά γιατί η επιβλητική προσωπικότητα της μητέρας της δεν άφηνε περιθώρια στον πατέρα της να αντιδράσει « Πάντοτε θεωρούσα τον πατέρα μου ως κάποιον που δεν ήταν ικανός να με προστατέψει από τη μητέρα μου γιατί τη φοβόταν όπως και εγώ». Γιαυτόν τον λόγο η ίδια δηλώνει πως πάντα αναζητούσε την πατρική μορφή και λυπόταν για την έλλειψη του ανδρικού πόλου στην οικογένεια.

Στην ηλικία που η ίδια μπορούσε πλέον να συνεννοηθεί με τον πατέρα της, αυτό ήταν αδύνατο καθώς βρισκόταν σε ψυχιατρική κλινική. Η μορφή του πατέρα φαίνεται πως συγκλόνισε την γνωστή νομπελίστρια καθώς το 2001 στην σελίδα της στο Ίντερνετ βρίσκουμε ένα πολύ συγκινητικό κείμενο με τον τίτλο ΄΄Oh mein papa΄΄(Ω Μπαμπά μου).

Γεννημένη ακριβώς μετά τον πόλεμο του 1946 περνούσε όλες τις σχολικές της διακοπές, χειμερινές και καλοκαιρινές στο εξοχικό της σπίτι. Γόνος δύο πολύ διαφορετικών πολιτισμικών και κοινωνικών κύκλων, βρισκόταν πάντα τεμαχισμένη ανάμεσα σε ένα άθεο και αριστερά στρατευμένο περιβάλλον από την πλευρά του πατέρα της και σε μια αστική τάξη καθολικού θρησκεύματος από τη μεριά της μητέρας της Η επίδραση της μητέρας της από την ηλικία κιόλας των τεσσάρων ετών ήταν εμφανής. Από το νηπιαγωγείο η ίδια άρχισε να μαθαίνει γαλλικά και να εξασκείται στην εκμάθηση πολλών μουσικών οργάνων. Αδιαμφισβήτητα τα παιδικά της χρόνια είναι στιγματισμένα από την σκληρή διαπαιδαγώγηση που ήταν απόρροια της μητέρας της και από την έλλειψη του ανδρικού προτύπου. Στο βιβλίο με τον τίτλο Schule δηλώνει ΄΄πηγαίνω σχολείο σημαίνει σαν να πηγαίνω στο θάνατο΄΄.

Τα φοιτητικά της χρόνια (1964-1967) υπήρξαν για αυτήν καθοριστικά καθώς κατά κάποιον τρόπο μπόρεσε να αποδεσμευτεί από τον ομφάλιο λώρο της μητέρας της και να αντιμετωπίσει μόνη της την ζωή. Μετά το λύκειο η Γέλινεκ εγγράφεται στο Τμήμα Θεολογίας επιλογή Ιστορία της Τέχνης και επίσης στο Ωδείο.

Η συγγραφή όπως λέει και ίδια ήταν ένας τρόπος για να μπορέσει να ξεφύγει από όλα αυτά που βασάνιζαν την παιδική της ηλικία. Ποτέ η παιδική της ηλικία δεν επέτρεπε τη μυθοπλασία εφόσον ποτέ δεν είχε το δικαίωμα να ζήσει σαν παιδί.

Μέσα από τα μυθιστορήματά της προσπαθεί να περιγράψει την κοινωνική βία μεταξύ ανδρών και γυναικών. Παρά το γεγονός ότι τα κείμενά της διασχίζονται από ορισμένες γυναίκες- γυναίκες που πάντα αυτή θαύμαζε- πολλές είναι αυτές που τη μέμφονται γιατί δεν παρουσιάζει τη γυναίκα σαν αγία και πονεμένη, δεν την παρουσιάζει δηλαδή μόνο από τη μεριά του θύματος.

Η μεθόδευσή της για τη συγγραφή των μυθιστορημάτων της ανάγεται στο μοντάζ. Συνδυάζει ορισμένα στοιχεία της πιο κοινότυπης πραγματικότητας που τα συνδέει με τη λογοτεχνία. «Όλα όσα υπερβαίνουν το νου, όλα όσα είναι αδύνατον να τα διανοηθείς αυτά επιβάλλεται να γράψεις» ισχυρίζεται η Γέλινεκ. «Το αδιανόητο είναι αυτό που πρέπει να εξορκίσεις μέσω της γραφής , σαν ένα είδος εξορκισμού της μοίρας». Η γραφή πάντοτε θέτει τον συγγραφέα παράμερα και το γεγονός ότι είναι παράμερα τη βοηθά να δει καλύτερα και προπάντων να διακρίνει τη μορφή.

Τα νέα μέσα και πιο συγκεκριμένα το Ίντερνετ φαίνεται πως έχουν γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της ζωή της. Πλέον δε χρησιμοποιεί χαρτί και στυλό ούτε πηγαίνει στη βιβλιοθήκη για να αναζητήσει πληροφορίες αλλά προσφεύγει στην τράπεζα δεδομένων του υπολογιστή της.

Μολονότι η ίδια δηλώνει πως θέλει να μπορεί να μείνει ήσυχη ζώντας παράμερα και να μην έρχεται κανείς να την αναζητήσει, τα έργα της είναι εκείνα που την τοποθετούν πάντα στο επίκεντρο των συζητήσεων και των αναλύσεων.
Read more »

Παρασκευή 8 Οκτωβρίου 2010

Eλληνισμός και Χόλυγουντ


« Δεν είχα το ταλέντο του Παντελή Βούλγαρη και του Μίκη Θεοδωράκη, αλλά είχα το πάθος και την αγάπη για τη μουσική και τον κινηματογράφο».

Επαναλαμβάνοντας αυτή τη φράση, ο Τζιμ Γιαννόπουλος, ένας από τους ισχυρότερους ανθρώπους της παγκόσμιας κινηματογραφίας , ξεκίνησε την ομιλία του, δίνοντας με αυτόν τον τρόπο το έναυσμα στους φοιτητές ,που παραβρέθηκαν στην Ταινιοθήκη του κινηματογράφου Λαϊς, να κυνηγήσουν το όνειρό τους.

Αναφερόμενος στη συνέντευξη που παραχώρησε στον δημοσιογράφο Γιάννη Ζουμπουλάκη, ο Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της Fox Filmed Entertainment, έκανε λόγο για το πώς ο ίδιος θέλησε να ασχοληθεί με τον κινηματογράφο.

Μολονότι σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και Νομική , ο Κινηματογράφος κέντρισε το ενδιαφέρον του και αποφάσισε να σπουδάσει το αντικείμενο αυτό στο Central Square του Cambridge. Εκεί πήρε μαθήματα κινηματογράφου και άρχισε να κινηματογραφεί τις πρώτες του ταινίες. « Υπάρχουν στιγμές στην ζωή κάποιου που είναι ευκαιρίες» τόνισε ο ίδιος και πράγματι έτσι με ένα ξαφνικό τηλεφώνημα από μια δισκογραφική εταιρία κατάφερε να μπει στην Columbia Pictures. Βρέθηκε να είναι στην αρχή της βιομηχανίας του video. Μπλέχτηκε στην παραγωγή και στην συνχρηματοδότηση ταινιών, το ένα οδήγησε στο άλλο και τελικά μετά από 25 χρόνια έφτασε εδώ που είναι σήμερα.

Ποιο όμως ήταν εκείνο το στοιχείο που συνέβαλε στην επιτυχία αυτή; Mα φυσικά οι αποφάσεις που ο ίδιος πήρε σχετικά με τη σωστή επιλογή των ταινιών. Τα κριτήρια δηλαδή που τον βοήθησαν ώστε η κάθε επιλαχούσα ταινία να γίνει αποδεκτή από το κοινό. Η αποφασιστικότητα του δημιουργού, η πίστη σε αυτό που κάνει , η κατανόηση αυτής της διαδικασίας δημιουργίας καθώς και το κοινό στο οποίο απευθύνεται κάθε ταινία αποτελούν τα συστατικά στοιχεία επιτυχίας μιας ταινίας κατά τον ελληνοαμερικανό παραγωγό.

Στη συνέχεια ο κύριος Γιαννόπουλος έκανε λόγο για τα ΄΄Υψηλά Τείχη΄΄ που έχει θέσει η Αμερική και καθιστούν δύσκολη την επιτυχία κάποιων ελληνικών-και όχι μόνο- ταινιών στο εξωτερικό. Δεν παρέλειψε να αναφερθεί επίσης στην έλλειψη βιομηχανίας κινηματογράφου στην Ελλάδα, γεγονός λυπηρό, αλλά και στη ανάγκη επιχορήγησης ταινιών τόσο από το κράτος όσο και από ιδιωτικούς φορείς με σκοπό να σπάσουν αυτά ΄΄τα τείχη ΄΄και να μπορέσουν οι ταινίες να αποκτήσουν διεθνή υπόσταση.

΄΄Το μέτρο τις επιτυχίας κάθε ταινίας είναι το κοινό΄΄, δήλωσε κλείνοντας την ομιλία του

ο γνωστός παραγωγός καταδεικνύοντας με αυτόν τον τρόπο πως το κοινό είναι εκείνο που ΄΄κρατάει΄΄ μια ταινία και της αποφέρει έσοδα.

Συνομιλητές της στρογγυλής τραπέζης υπήρξαν επίσης η Ελευθερία Αστρινάκη (Filmmaker και Υπότροφος του Fulbright), η Βάλερυ Κοντάκου (παραγωγός και σκηνοθέτης) και η Τoby Lee (Απόφοιτος του πανεπιστημίου Harvard και υπότροφος του Fulbright).

Παρέστησαν ακόμη ο Υπεύθυνος Δημοσίων Σχέσεων της Αμερικάνικής Πρεσβείας, Τom Miller, ο οποίος αναφέρθηκε στο πρόγραμμα Great Ideas και η Γενική Γραμματέας της Ταινιοθήκης Μαρία Κομνηνού η οποία ευχαρίστησε τον κύριο Γιαννόπουλο και το Ίδρυμα Fulbright γιατί επέλεξαν την Ταινιοθήκη του Κινηματογράφου Λαϊς προκειμένου να δώσουν την εκδήλωση.

Η εκδήλωση την οποία παρακολούθησαν σημαντικοί άνθρωποι του κινηματογράφου μεταξύ άλλων, ο Παντελής Βούλγαρης, ο Περικλής Κούσογλου και ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης έκλεισε με ερωτήσεις από το κοινό.
Read more »

Το πολιτικό πορτραίτο του Δημήτρη Αβραμόπουλου

Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί ότι το δεκαπεντάχρονο εκείνο αγόρι, που κάποτε τόλμησε να γράψει σε μια έκθεσή του: « Εγώ κάποια μέρα θα γίνω…Διπλωμάτης ή Δημοσιογράφος», θα αποτελούσε σήμερα έναν από τους γνωστότερους πολιτικούς της Νέας Δημοκρατίας; Ούτε η ίδια η φιλόλογος του Δημήτρη Αβραμόπουλου θα φανταζόταν πως ο μικρός τότε και αδιάβαστος Δημήτρης με βαθμολογία που δεν ξεπερνούσε το 15,θα ακολουθούσε στην συνέχεια μια λαμπρή πολιτική σταδιοδρομία.

Προερχόμενος από ένα μικρό χωριό της Ηλείας, ο μικρός τότε Δημήτρης που περιέγραφε την εξουσία ως «έναν άντρα με μαστίγιο στο χέρι», θεωρούσε άπιαστο όνειρο να καταφέρει να κρατήσει ο ίδιος τη λαβή από το μαστίγιο. Και πώς άλλωστε θα μπορούσε να το κάνει αυτό καθώς μόλις ξεκινούσε από το μικρό αυτό χωριό, μέλος μιας επαρχιακής οικογένειας, με πατέρα τον Λάμπρο τον χωροφύλακα και μητέρα την κυρα-Ελένη τη νοικοκυρά.

Στην Αθήνα πλέον, έφηβος ο Δημήτρης, αποφασίζει να σπουδάσει Πολιτικές Επιστήμες και Δημόσιο Δίκαιο στην Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Από νεαρή ακόμη ηλικία δείχνει την επιθυμία του να ασχοληθεί με τα πολιτικά. Σε αυτήν του την απόφαση καταλυτικό ρόλο έπαιξαν και οι σπουδές του στη Διπλωματική Ακαδημία του Υπουργείου Εξωτερικών, οι οποίες ολοκληρώθηκαν το 1993 με την ένταξή του στον πολιτικό στίβο της χώρας και πιο συγκεκριμένα στο Υπουργείο Εξωτερικών(1981-1993). Το 1993 παραιτείται από τη Διπλωματική Υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών και συμμετέχει στις Εθνικές Εκλογές του Οκτωβρίου του ίδιου χρόνου, κατερχόμενος με το κόμμα της «Νέας Δημοκρατίας», ως υποψήφιος βουλευτής στην Πρώτη Περιφέρεια της Αθήνας. Εκλέγεται βουλευτής στην Α΄Αθηνών στις βουλευτικές εκλογές του Οκτωβρίου, ενώ παράλληλα ορίζεται ως Πρόεδρος της ΟΚΕ Εξωτερικών της Νέας Δημοκρατίας.

Ένα χρόνο μετά ,το 1994, ο τότε ο Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας κ. Μιλτιάδης Έβερτ, τον προτείνει για το αξίωμα του Δημάρχου Αθηναίων, θέση στην οποία εκλέγεται τον Οκτώβριο του 1944 και την οποία κατείχε για οκτώ ολόκληρα χρόνια, ύστερα από δύο διαδοχικές εκλογικές νίκες. Υπέρμαχος της ακομμάτιστης Τοπικής Αυτοδιοίκησης καταθέτει την κομματική του ταυτότητα την 1η Ιανουαρίου του 1995.

Μέσα σε μία εφταετία (1995-2002) ο Δημήτρης Αβραμόπουλος συμμετείχε ενεργά στο πολιτικό προσκήνιο, καθώς κάθε χρονική περίοδος, από το 1995 έως το 2002, χαρακτηρίζεται και από μια σημαντική εξέλιξη στην πολιτική του πορεία.

Με την ολοκλήρωση της θητείας του στο Δήμο Αθηναίων, ο Αβραμόπουλος «επιστρέφει» για ένα χρόνο στους χώρους των Πανεπιστημίων, όπου δίνει διαλέξεις σε μεγάλα Πανεπιστήμια της Αμερικής και διδάσκει πολιτικές επιστήμες και διεθνείς σχέσεις, ενώ ανακηρύσσεται επίτιμος καθηγητής σε τέσσερα μεγάλα Πανεπιστημιακά Ιδρύματα του Εξωτερικού.

Παραμονές των εκλογών του 2004 επανεντάσσεται στη Νέα Δημοκρατία και ξανακατεβαίνει στον πολιτικό στίβο της χώρας, όπου πολιτεύεται στην Πρώτη Περιφέρεια της Αθήνας. Εκλέγεται πρώτος Βουλευτής Αθηνών με τη Νέα Δημοκρατία, στις εκλογές της 7ης Μαρτίου, και ορίζεται Υπουργός Τουριστικής Ανάπτυξης στη νέα Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας , με αρχηγό τον Κώστα Καραμανλή. Ως Υπουργός Τουριστικής Ανάπτυξης ο Δημήτρης Αβραμόπουλος είναι ο πρώτος που έθεσε τα θεμέλια για μια νέα εθνική πολιτική στον τουρισμό. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα «έστησε» ένα Υπουργείο, προχώρησε σε δυναμικές εκστρατείες για τη διεθνή προβολή του ελληνικού τουριστικού προϊόντος, στήριξε ενεργά την ανάπτυξη νέων μορφών τουρισμού και κέρδισε για τη χώρα μας μετρήσιμα αποτελέσματα.

Τα επόμενα δύο χρόνια (2006) ο Δημήτρης Αβραμόπουλος ορίζεται ως Υπουργός Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, με τον ανασχηματισμό την 14ης Νοεμβρίου. Στο Υπουργείο Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης έθεσε ως πρωταρχικό του στόχο το ΄΄νοικοκύρεμα΄΄ του κοινωνικού κράτους. Προχώρησε σε ριζοσπαστικές τομές στα οικονομικά και στις προμήθειες της Υγείας, για να εξασφαλίσει περισσότερους πόρους και καλύτερες υπηρεσίες Υγείας.

Ο λαός αποφασίζει να επανεκλέξει τον Δημήτρη Αβραμόπουλο, ως βουλευτή στην πρώτη περιφέρεια Αθηνών, στις εκλογές της 16ης Σεπτεμβρίου του 2007. Παράλληλα, τον ίδιο χρόνο ορίζεται και πάλι ως Υπουργός Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης στη νέα κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας.

Ύστερα από το έντονο πολιτικό παρασκήνιο που ακολουθεί μετά την άνοδο του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος στην κυβέρνηση και την παραίτηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, το 2009, ο Δημήτρης Αβραμόπουλος αποφασίζει να θέσει υποψηφιότητα για την προεδρία του κόμματος. Λίγες μόνο ημέρες πριν από την τελική εκλογή προέδρου για το κόμμα αποφασίζει να αποσύρει αυτήν του τη θέση. Η απόφασή του αυτή όπως ήταν αναμενόμενο προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων στους κόλπους του κόμματος. Ωστόσο όλοι οι υποψήφιοι αναφέρθηκαν σε αυτόν μιλώντας με τα καλύτερα λόγια. Όπως άλλωστε ανέφερε κ ο κύριος Σαμαράς: « ο Δημήτρης παραμένει πάντα στην πρώτη γραμμή».

Και άλλωστε πως θα μπορούσε να μην είναι πάντα στην πρώτη γραμμή ο περίφημος "κύριος Τίποτα" κατά δήλωση του Θεόδωρου Πάγκαλου; Αφού ο ίδιος σήμερα κατάφερε να είναι ο "κύριος τα πάντα όλα". Έφυγε από τη Νέα Δημοκρατία για να δημιουργήσει δικό του κόμμα, το οποίο δεν κατέβηκε ούτε σε μια εκλογική αναμέτρηση. Δήλωσε υποψήφιος για την αρχηγία της ΝΔ και τελικά αποχώρησε πριν τον τερματισμό παρέχοντας μάλιστα στήριξη σε άλλον υποψήφιο. Ο κ. Αβραμόπουλος ξέρει ίσως καλύτερα από κάθε άλλον πολιτικό να ελίσσεται και να είναι "παντός καιρού".
Read more »

"Ενός κακού...media έπονται..."