« Το παρελθόν ανήκει στην ιστορία. Επανέρχεται πάντοτε και σύμφωνα με τον Μάρξ η ιστορία επαναλαμβάνεται σαν φάρσα. Και αν θέλετε, αυτή ακριβώς η φάρσα επανέρχεται με εμένα πάντοτε πιο αστεία και πάντοτε πιο άθλια…..»
Μια φάρσα που για την Ελφρίντε Γέλινεκ επανέρχεται συνεχώς. Εικόνες από το παρελθόν, οι οποίες έρχονται στο μυαλό της και αποτυπώνονται και μέσα στο βιβλίο της σε μια ΄΄εκ βαθέων΄΄ συνέντευξη.
Εικόνες μιας περασμένης εποχής με μια μητέρα αυταρχική και κυρίαρχη. «Αυτή που κυριαρχούσε ήταν όντως η μητέρα, μια πολύ ισχυρή μητέρα» δηλώνει άλλωστε και η ίδια. Ακόμη και το σχολείο που θα έπρεπε να αποτελεί μια όμορφη ανάμνηση, όπως για όλα τα παιδιά, για την αυστριακή μυθιστοριογράφο ήταν συνδεδεμένο με ένα άκρως καταναγκαστικό εκπαιδευτικό σύστημα εξαιτίας της μητέρας της. Η φιγούρα της μητέρας ήταν κυρίαρχη σε σημείο που καθιστούσε την παρουσία του πατέρα σχεδόν μηδενική. Το ανδρικό πρότυπο για αυτήν δεν υπήρχε, όχι γιατί ο πατέρας της δεν ήταν εν ζωή αλλά γιατί η επιβλητική προσωπικότητα της μητέρας της δεν άφηνε περιθώρια στον πατέρα της να αντιδράσει « Πάντοτε θεωρούσα τον πατέρα μου ως κάποιον που δεν ήταν ικανός να με προστατέψει από τη μητέρα μου γιατί τη φοβόταν όπως και εγώ». Γιαυτόν τον λόγο η ίδια δηλώνει πως πάντα αναζητούσε την πατρική μορφή και λυπόταν για την έλλειψη του ανδρικού πόλου στην οικογένεια.
Στην ηλικία που η ίδια μπορούσε πλέον να συνεννοηθεί με τον πατέρα της, αυτό ήταν αδύνατο καθώς βρισκόταν σε ψυχιατρική κλινική. Η μορφή του πατέρα φαίνεται πως συγκλόνισε την γνωστή νομπελίστρια καθώς το 2001 στην σελίδα της στο Ίντερνετ βρίσκουμε ένα πολύ συγκινητικό κείμενο με τον τίτλο ΄΄Oh mein papa΄΄(Ω Μπαμπά μου).
Γεννημένη ακριβώς μετά τον πόλεμο του 1946 περνούσε όλες τις σχολικές της διακοπές, χειμερινές και καλοκαιρινές στο εξοχικό της σπίτι. Γόνος δύο πολύ διαφορετικών πολιτισμικών και κοινωνικών κύκλων, βρισκόταν πάντα τεμαχισμένη ανάμεσα σε ένα άθεο και αριστερά στρατευμένο περιβάλλον από την πλευρά του πατέρα της και σε μια αστική τάξη καθολικού θρησκεύματος από τη μεριά της μητέρας της Η επίδραση της μητέρας της από την ηλικία κιόλας των τεσσάρων ετών ήταν εμφανής. Από το νηπιαγωγείο η ίδια άρχισε να μαθαίνει γαλλικά και να εξασκείται στην εκμάθηση πολλών μουσικών οργάνων. Αδιαμφισβήτητα τα παιδικά της χρόνια είναι στιγματισμένα από την σκληρή διαπαιδαγώγηση που ήταν απόρροια της μητέρας της και από την έλλειψη του ανδρικού προτύπου. Στο βιβλίο με τον τίτλο Schule δηλώνει ΄΄πηγαίνω σχολείο σημαίνει σαν να πηγαίνω στο θάνατο΄΄.
Τα φοιτητικά της χρόνια (1964-1967) υπήρξαν για αυτήν καθοριστικά καθώς κατά κάποιον τρόπο μπόρεσε να αποδεσμευτεί από τον ομφάλιο λώρο της μητέρας της και να αντιμετωπίσει μόνη της την ζωή. Μετά το λύκειο η Γέλινεκ εγγράφεται στο Τμήμα Θεολογίας επιλογή Ιστορία της Τέχνης και επίσης στο Ωδείο.
Η συγγραφή όπως λέει και ίδια ήταν ένας τρόπος για να μπορέσει να ξεφύγει από όλα αυτά που βασάνιζαν την παιδική της ηλικία. Ποτέ η παιδική της ηλικία δεν επέτρεπε τη μυθοπλασία εφόσον ποτέ δεν είχε το δικαίωμα να ζήσει σαν παιδί.
Μέσα από τα μυθιστορήματά της προσπαθεί να περιγράψει την κοινωνική βία μεταξύ ανδρών και γυναικών. Παρά το γεγονός ότι τα κείμενά της διασχίζονται από ορισμένες γυναίκες- γυναίκες που πάντα αυτή θαύμαζε- πολλές είναι αυτές που τη μέμφονται γιατί δεν παρουσιάζει τη γυναίκα σαν αγία και πονεμένη, δεν την παρουσιάζει δηλαδή μόνο από τη μεριά του θύματος.
Η μεθόδευσή της για τη συγγραφή των μυθιστορημάτων της ανάγεται στο μοντάζ. Συνδυάζει ορισμένα στοιχεία της πιο κοινότυπης πραγματικότητας που τα συνδέει με τη λογοτεχνία. «Όλα όσα υπερβαίνουν το νου, όλα όσα είναι αδύνατον να τα διανοηθείς αυτά επιβάλλεται να γράψεις» ισχυρίζεται η Γέλινεκ. «Το αδιανόητο είναι αυτό που πρέπει να εξορκίσεις μέσω της γραφής , σαν ένα είδος εξορκισμού της μοίρας». Η γραφή πάντοτε θέτει τον συγγραφέα παράμερα και το γεγονός ότι είναι παράμερα τη βοηθά να δει καλύτερα και προπάντων να διακρίνει τη μορφή.
Τα νέα μέσα και πιο συγκεκριμένα το Ίντερνετ φαίνεται πως έχουν γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της ζωή της. Πλέον δε χρησιμοποιεί χαρτί και στυλό ούτε πηγαίνει στη βιβλιοθήκη για να αναζητήσει πληροφορίες αλλά προσφεύγει στην τράπεζα δεδομένων του υπολογιστή της.
Μολονότι η ίδια δηλώνει πως θέλει να μπορεί να μείνει ήσυχη ζώντας παράμερα και να μην έρχεται κανείς να την αναζητήσει, τα έργα της είναι εκείνα που την τοποθετούν πάντα στο επίκεντρο των συζητήσεων και των αναλύσεων.
Εικόνες μιας περασμένης εποχής με μια μητέρα αυταρχική και κυρίαρχη. «Αυτή που κυριαρχούσε ήταν όντως η μητέρα, μια πολύ ισχυρή μητέρα» δηλώνει άλλωστε και η ίδια. Ακόμη και το σχολείο που θα έπρεπε να αποτελεί μια όμορφη ανάμνηση, όπως για όλα τα παιδιά, για την αυστριακή μυθιστοριογράφο ήταν συνδεδεμένο με ένα άκρως καταναγκαστικό εκπαιδευτικό σύστημα εξαιτίας της μητέρας της. Η φιγούρα της μητέρας ήταν κυρίαρχη σε σημείο που καθιστούσε την παρουσία του πατέρα σχεδόν μηδενική. Το ανδρικό πρότυπο για αυτήν δεν υπήρχε, όχι γιατί ο πατέρας της δεν ήταν εν ζωή αλλά γιατί η επιβλητική προσωπικότητα της μητέρας της δεν άφηνε περιθώρια στον πατέρα της να αντιδράσει « Πάντοτε θεωρούσα τον πατέρα μου ως κάποιον που δεν ήταν ικανός να με προστατέψει από τη μητέρα μου γιατί τη φοβόταν όπως και εγώ». Γιαυτόν τον λόγο η ίδια δηλώνει πως πάντα αναζητούσε την πατρική μορφή και λυπόταν για την έλλειψη του ανδρικού πόλου στην οικογένεια.
Στην ηλικία που η ίδια μπορούσε πλέον να συνεννοηθεί με τον πατέρα της, αυτό ήταν αδύνατο καθώς βρισκόταν σε ψυχιατρική κλινική. Η μορφή του πατέρα φαίνεται πως συγκλόνισε την γνωστή νομπελίστρια καθώς το 2001 στην σελίδα της στο Ίντερνετ βρίσκουμε ένα πολύ συγκινητικό κείμενο με τον τίτλο ΄΄Oh mein papa΄΄(Ω Μπαμπά μου).
Γεννημένη ακριβώς μετά τον πόλεμο του 1946 περνούσε όλες τις σχολικές της διακοπές, χειμερινές και καλοκαιρινές στο εξοχικό της σπίτι. Γόνος δύο πολύ διαφορετικών πολιτισμικών και κοινωνικών κύκλων, βρισκόταν πάντα τεμαχισμένη ανάμεσα σε ένα άθεο και αριστερά στρατευμένο περιβάλλον από την πλευρά του πατέρα της και σε μια αστική τάξη καθολικού θρησκεύματος από τη μεριά της μητέρας της Η επίδραση της μητέρας της από την ηλικία κιόλας των τεσσάρων ετών ήταν εμφανής. Από το νηπιαγωγείο η ίδια άρχισε να μαθαίνει γαλλικά και να εξασκείται στην εκμάθηση πολλών μουσικών οργάνων. Αδιαμφισβήτητα τα παιδικά της χρόνια είναι στιγματισμένα από την σκληρή διαπαιδαγώγηση που ήταν απόρροια της μητέρας της και από την έλλειψη του ανδρικού προτύπου. Στο βιβλίο με τον τίτλο Schule δηλώνει ΄΄πηγαίνω σχολείο σημαίνει σαν να πηγαίνω στο θάνατο΄΄.
Τα φοιτητικά της χρόνια (1964-1967) υπήρξαν για αυτήν καθοριστικά καθώς κατά κάποιον τρόπο μπόρεσε να αποδεσμευτεί από τον ομφάλιο λώρο της μητέρας της και να αντιμετωπίσει μόνη της την ζωή. Μετά το λύκειο η Γέλινεκ εγγράφεται στο Τμήμα Θεολογίας επιλογή Ιστορία της Τέχνης και επίσης στο Ωδείο.
Η συγγραφή όπως λέει και ίδια ήταν ένας τρόπος για να μπορέσει να ξεφύγει από όλα αυτά που βασάνιζαν την παιδική της ηλικία. Ποτέ η παιδική της ηλικία δεν επέτρεπε τη μυθοπλασία εφόσον ποτέ δεν είχε το δικαίωμα να ζήσει σαν παιδί.
Μέσα από τα μυθιστορήματά της προσπαθεί να περιγράψει την κοινωνική βία μεταξύ ανδρών και γυναικών. Παρά το γεγονός ότι τα κείμενά της διασχίζονται από ορισμένες γυναίκες- γυναίκες που πάντα αυτή θαύμαζε- πολλές είναι αυτές που τη μέμφονται γιατί δεν παρουσιάζει τη γυναίκα σαν αγία και πονεμένη, δεν την παρουσιάζει δηλαδή μόνο από τη μεριά του θύματος.
Η μεθόδευσή της για τη συγγραφή των μυθιστορημάτων της ανάγεται στο μοντάζ. Συνδυάζει ορισμένα στοιχεία της πιο κοινότυπης πραγματικότητας που τα συνδέει με τη λογοτεχνία. «Όλα όσα υπερβαίνουν το νου, όλα όσα είναι αδύνατον να τα διανοηθείς αυτά επιβάλλεται να γράψεις» ισχυρίζεται η Γέλινεκ. «Το αδιανόητο είναι αυτό που πρέπει να εξορκίσεις μέσω της γραφής , σαν ένα είδος εξορκισμού της μοίρας». Η γραφή πάντοτε θέτει τον συγγραφέα παράμερα και το γεγονός ότι είναι παράμερα τη βοηθά να δει καλύτερα και προπάντων να διακρίνει τη μορφή.
Τα νέα μέσα και πιο συγκεκριμένα το Ίντερνετ φαίνεται πως έχουν γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της ζωή της. Πλέον δε χρησιμοποιεί χαρτί και στυλό ούτε πηγαίνει στη βιβλιοθήκη για να αναζητήσει πληροφορίες αλλά προσφεύγει στην τράπεζα δεδομένων του υπολογιστή της.
Μολονότι η ίδια δηλώνει πως θέλει να μπορεί να μείνει ήσυχη ζώντας παράμερα και να μην έρχεται κανείς να την αναζητήσει, τα έργα της είναι εκείνα που την τοποθετούν πάντα στο επίκεντρο των συζητήσεων και των αναλύσεων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου